Τετάρτη 28 Αυγούστου 2019

Αγάπη στο τέλος





Και αν είναι τα λάθη ένα βουνό
να τρέξει το αίμα μου ζεστό,
στα δυο τώρα να κοπώ
και απ’ το χαμό να ζαλιστώ.

Να 'χω τα χέρια μου ήρεμα
τα μάτια μου κλεισμένα,
και εκεί μέσα στο μαύρο μου
να ονειρευτώ εσένα.

Θέλω ακούω πως μ' αγαπάς
και μην μετράς κανέναν,
ότι έρχεται θανατικό 
απ’ το δικό σου βλέμμα.  

Ήμουν εγώ τα πάντα σου
δεν ξέρω αν θα αντέξω,
να ζω χωρίς τα μάτια σου
και από την καρδιά σου απ’ έξω.

Θέλω ακούω πως μ΄ αγαπάς
και μην μετράς κανέναν,
ότι έρχεται θανατικό
απ’ το δικό σου βλέμμα.  

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2019

Ξακρίσματα


Λιώνω στης άκρης τον καημό 
στου πόνου το γεφύρι,
βυθίζομαι στο χαλασμό 
δεν σου χαλάω χατήρι 

Άσε με να ξακρίζω εγώ 
να νιώθω το άγγιγμα σου,
δεν ξέρω αλλιώς να αγαπώ
σαν φυλακτό κρατώ στα χέρια μου την άδικη καρδιά σου.

Έρχεσαι φεύγεις δεν μιλάς 
σαν να ναι κάποιο αστείο,
γυμνή που μ΄άφησες, μισή
να περπατώ στο κρύο. 

Άσε με να ξακρίζω εγώ
νερό να τρέχει το αίμα,
να με κρατάς στον ποταμό 
ολόγεμη να ΄ναι η ψυχή αλλά κενό το βλέμμα.

Ρίξε ζαριά 
να παίξουμε ακόμα μια παρτίδα,
μέσα στα μάτια σου εγώ 
το φως του κόσμου είδα. 

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

Πράσινα πανιά & Αλμυρά μαστίγια





Λίγα πράσινα ταλαιπωρημένα φύλα μπανανιάς, μια λυγαριά αγέρωχη να θυμίζει το πανί της βάρκας μου, που εξέχει και προέχει πάνω από όλα. Είναι πράσινα τα πανιά άραγε; Ναι, είναι όταν θέλεις η ελπίδα να βγαίνει πάνω από τα όνειρα, επιβάλλεται το πράσινο, για να μπορείς να αναπνέεις. Μόνο έτσι η βάρκα σου αντέχει το χαλάζι που πέφτει ξαφνικά ενώ έχει ήλιο.

Ένα φυλάκιο λίγο παρακάτω πετάει κεφάλι. Το χρώμα στους τοίχους φαίνεται ωχρό, μάλλον ο νεφεληγερέτης ευθύνεται, έχει ρίξει τις σκιές του αφού πρώτα το έψησε ο ήλιος του νότου, για μην τυφλώνουν οι αντανακλάσεις του τέλειου και αμόλυντου λευκού. Για να μην φαίνεται σαν λευκή σημαία μιας αθώας παράδοσης στο υγρό μπλε της θάλασσας.

Κάπου εκεί ανάμεσα πλέω και εγώ -χάρτινο καραβάκι με παιδικές ζωγραφιές- και θέλω να αντέχω στις αίγες των κυμάτων που χτυπάνε τα πλευρά μου. Και ας έχουν αυλακώσει τα αλμυρά μαστίγια τα παραπετάσματά μου. Δεν θα τα αφήσω να φτάσουν στο σκαρί. Δεν θα αφήσω την αλμύρα να φάει τις ζωγραφιές μου. Εδώ θα πλέω με πανί τη λυγαριά, δεν παραδίδομαι έχω πράσινο πανί.


Και το κατάρτι μου ένα ψηλός φοίνικας που παλεύει με τον αέρα. Τα φύλλα του ευλύγιστα στο βοριά, αλλά ο κορμός του παραμένει αλύγιστος. Και δεν ψήλωσε τόσο πολύ τυχαία. Ανελέητα δρεπάνια έκοβαν για πολλά χρόνια τα φύλλα του για να προχωράει, πονούσε πολύ να μεγαλώνει. Κάθε φορά που τρυφερά, γυαλιστερά φύλλα προέβαλαν από τη καρδιά του, άγριο μαχαίρι έκοβε τη χαρά της φωτοσύνθεσης, ακρωτηριασμός και πρόσω ολοταχώς. Και ο πόνος γνώση και προίκα για τα επόμενα που θα έρθουν....Και τα σημάδια; Τα σημάδια από την ακρωτηριασμένη άνοιξη είναι ο μανδύας της ύπαρξης του, άλλοτε κομμένα ευλαβικά βαθιά κοντά στον κορμό για να θυμάται με την επαφή και άλλοτε κομμένα άγαρμπα αφήνοντας βαθιές, άτσαλες ουλές.

Μ΄αυτή τη βάρκα θέλω να πλέω, με χάρτινο σκαρί, πράσινο πανί και κατάρτι από φοίνικα...Απέναντι αχνοφαίνεται μια γη, θέλω να ακουμπήσω με γυμνά πόδια την άμμο της, βίρα τις άγκυρες...





Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

Αστερόφωνο



Κάθισαν τα αστέρια,
πλήρως στερούμενα το ηλεκτρικό τους φορτίο 
πάνω σε πέντε ηλεκτροφόρα σύρματα.
Ήταν σαν σε πεντάγραμμο...
Λες και ήθελαν να φωτίζουν, με "βοήθεια",
χωρίς να ξεκαθαρίζουν σε ποια νότα πατάνε.

Μερικές φορές σαν μας τραβάει το κακό,
μαγνήτης που κολλάει στα δόντια και μετά στα χείλια.

Ακουμπάς το καλώδιο που σφαδάζει κομμένο
και ύστερα το τίναγμα,
τα μάτια σου γυρίζουν και το κορμί σου τρέμει μουδιασμένο.
Κρυώνεις, τα μάτια σου θολώνουν.
Αν δεν μαυρίσει όμως η καρδιά σου, δεν έχεις καεί ζωντανός.

Δεν ήταν τόσο άσχημος ο θάνατος αυτός,
θυμίζει το χαμό της απαρχής.
Το μηδέν είναι το πιο δημιουργικό πράγμα στον κόσμο.
Πεδίο δόξης λαμπρό,
μπορείς να τσακιστείς εκατοντάδες φορές ακόμα.
Μόνο να εύχεσαι να μην αντέξεις, όσο αντέχει η καρδιά σου.

Όλο το βράδυ κοιτούσα θαμπά τα αστέρια,
που έπαιζαν το σκοπό τους...
με τη λιγοστή δύναμη που έκλειναν τα βλέφαρα, τρεμόπαιζε το φως τους, σαν τέλεια συμφωνία.
Όσο ξημέρωνε ένα ουράνιο τόξο έβγαινε από τα σπάργανα της υγρασίας,
σαν υπόσχεση ότι τίποτα απ' όλα αυτά δεν επρόκειτο να συμβούν ξανά.


Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2015

Μην μιλάς...




Η θάλασσα σφυρήλατη αργυρή και σιωπηλή
τ´ αμπέλια κουρασμένα απ τη ζέστη του Αυγούστου
'ρίξαν τα χέρια τους κάτω από την καλαμιά
κι άφησαν το σώμα τους ήσυχο
να δροσίζεται από το μελτέμι

Ησυχία σχεδόν ακινησία.
Το φεγγάρι μια μέρα από το γιόμο
και εγώ ακίνητη, σχεδόν παγωμένη.
Ταραχή γλυκιά φέρνει τα κύματα στο στόμα μου

Μην μιλάς,
Ακούω τη σιωπή σου
νιώθω τη μορφή σου να με χαϊδεύει,
μέσα από στη σκέψη μου, το ξέρω,
Μην μιλάς

Εδώ που είμαστε πρέπει να χαϊδεύουμε με τα  μάτια
να βλέπουμε με τα χέρια,
και να ακούμε με τη σιωπή

Μην μιλάς, άκου τα στάχυα που θροϊζουν
στον κατήφορο για τη θάλασσα 
και άσε το σώμα σου να σκάει σαν φωτοβολίδα
και ύστερα ξεκουράσου πάνω μου
σαν το κουπί που παφλάζει ακυβέρνητο στο κύμα

Μην μιλάς...τώρα η σιωπή μιλάει, άκουσέ την.

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2015

Η τελευταία βόλτα



Κάτω από τη ανθισμένη ροδιά σταθήκαμε, μιλήσαμε για ώρα.
Με τρόμαζαν τα κλαδιά της κάθε τόσο, γιατί νόμιζα ότι χαμηλώνουν επικίνδυνα. Και ξέρεις εκτός από βαθύ πορτοκαλί άνθη και στρουμπουλούς καρπούς, η ροδιά έχει αγκάθια που δεν βλέπεις, μεγάλα αγκαθωτά καρφιά, σαν τα δικά σου!

Το φεγγάρι είχε λουφάξει ολόγιομο πίσω από τα σύννεφα, φαινόταν θαμπό, όπως ακριβώς η εποχή μας. Δεν έχω αέρα μέσα μου. Δεν έχω άλλο...Σύρε με κάτω στον αγριεμένο δρόμο μέχρι που να ματώσω. Σαν νικητής επάνω σε τέθριππο που κέρδισε τους αγώνες και τώρα κάνει το γύρω του θριάμβου. Σύρε με και μην φοβάσαι, σφίξε στα δόντια σου το χαλινάρι και τραβά μπροστά. Δεν θα μιλήσω, δε θα έχω τι να πω. Κουράστηκε η ψυχή να φωνάζει και έτσι σώπασε και το σώμα.

Και αν με δεις λουσμένη στο αίμα μην σταματήσεις κάνε τον κύκλο το στέρνο και φτάσε στην άλλη άκρη. Μην αφήσεις το βαρκάρη να με περάσει απέναντι. Είχα πάντα πρόβλημα με τους ξένους, το ξέρεις. Πάντα με στηρίζεις στα δύσκολα, έτσι κάνε και τώρα. Μια τελευταία βόλτα σου ζητώ και τίποτα άλλο!